Του Ευθύμη Λεκάκη
Νομικού LL M. International Law,
Οικονομολόγου (μέλους Ο.Ε.Ε.),
Ιστορικού Ερευνητή
Η περιοχή της Νάουσας, μέχρι το 1705 είχε ειδικό καθεστώς και δεν είχε υποστεί τις συνέπειες της Οθωμανικής κατοχής.
Εκείνη τη χρονιά, οι χριστιανοί γιόρταζαν τις καταραμένες κατά τους κατακτητές «μέρες των κόκκινων αυγών». Την Λαμπρή. Περίπου τις ημέρες εκείνες γιόρταζαν κι εκείνοι το δικό τους Κουρμπάν Μπαϊράμι.
Διέταξαν, λοιπόν, για να μην ενοχληθούν κατά τις γιορτές τους, όλοι οι χριστιανοί να παραμείνουν στα σπίτια τους με τα άρματα τους και να μην κυκλοφορεί κανείς στους δρόμους. Όποιον έβρισκαν κυρίως νεαρό τον έπαιρναν στο παιδομάζωμα δημιουργώντας τα τάγματα των Γενιτσάρων ή Γιανιτσάρων και τους άλλους τους πουλούσαν σκλάβους. Αλλά έμπαιναν και μέσα στα σπίτια και άρπαζαν παιδιά.
Στη Νάουσα υπήρχε αντάρτικο στα βουνά. Έτσι, την επόμενη χρονιά στο καρναβάλι οι άντρες ναουσαίοι ντύθηκαν γενίτσαροι κατά την μορφή που υπάρχει σήμερα στο καρναβάλι της Νάουσας. Μεταμφιεσμένοι σε γενίτσαρους γυρνούσαν στα σπίτια έπαιρναν και άλλους νέους γενίτσαρους, είχαν και τις νύφες τις Μπούλες. Χόρευαν και γλεντούσαν με ζουρνάδες και νταούλια έτσι έβρισκαν την ευκαιρία, οι αντάρτες, μεταμφιεσμένοι από τα βουνά και κατέβαιναν μέσα στην πόλη.
Αυτές τις μέρες το αντάρτικο οργανωνόταν καλύτερα και έπαιρνε αποφάσεις αντίστασης στους κατακτητές, κάτι σαν πολεμικό συμβούλιο. Έτσι, μέχρι τις μέρες μας στη Νάουσα οι γενίτσαροι και μπούλες μας θυμίζουν την κατάληψη της Νάουσας και το παιδομάζωμα.
Την εποχή εκείνη προστάτης της Νάουσας στα βουνά ήταν ο αρματολός Ζήσης Καραδήμος με τους δύο γιους του τον Βασίλη και τον Δημήτρη.
Το 1705, ο σουλτάνος των Οθωμανών, παραβιάζοντας τα ιδιαίτερα προνόμια της πόλης έστειλε τον σιλιχτάρη των ανακτόρων Αχμέτ Τσελεμπή, για να κάνει το πρώτο παιδομάζωμα και να πάρει 50 παιδιά από τη Νάουσα. Οι Ναουσαίοι όχι μόνο δεν παρέδωσαν παιδιά, αλλά σκότωσαν και τους τρεις απεσταλμένους του σουλτάνου. Ήταν τότε μέρες Αποκριάς. Το γεγονός αυτό ήταν αφορμή, ώστε πολλοί Ναουσαίοι να βγουν κλέφτες στο Βέρμιο, υπό την αρχηγία του φημισμένου κλεφταρματολού καπετάν Ζήση Καραδήμου.
Με αυτό το αρματολίκι του, έκανε συνεχείς επιθέσεις στους τσιφλικάδες τούρκους της υπαίθρου, σε όλη την περιοχή μέχρι τη Βέροια, τους λήστευε και τους σκότωνε. Μετά από πολλές αψιμαχίες, τελικά, ο βοεβόδας της Βέροιας πήρε την απόφαση να πολεμήσουν τον Ζήση Καραδήμο με 800 σκληρούς πολεμιστές. Τον έκλεισαν στα στενά της Αραπίτσας, ο ίδιος σκοτώθηκε και συνελήφθησαν οι δυο γιοί του και άλλοι έξι οι οποίοι οδηγήθηκαν στα δικαστήρια της Βέροιας. Στη δίκη τους παραδέχτηκαν ότι ήταν αρματολοί και είχαν τις δικές τους αρχές για λευτεριά. Καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό στον γνωστό πλάτανο της Βέροιας.
Συνελήφθησαν και άλλοι 60 άνδρες ναουσαίοι σαν υπαίτιοι της επανάστασης και 40 γυναίκες που οδηγήθηκαν όλοι στα σκλαβοπάζαρα. Το αποτέλεσμα αυτής της ανταρσίας, όπως φαίνεται από σουλτανικό φιρμάνι που βρέθηκε στο Ιεροδικείο της Βέροιας, ήταν η καταστροφή του αντάρτικου σώματος του Καραδήμου. Ο απόηχος της τρομερής καταστολής του κινήματος του Καραδήμου ανάγκασε τους νέους της πόλης την επόμενη Αποκριά, να φορέσουν την αρματωλική τους φορεσιά με περίσκεψη.
Με το “πρόσωπο”, όπως έφτασε στις μέρες μας από την αρχαιότητα, τα ασημικά που σχηματίζουν έναν τέλειο θώρακα, τις μακριές τους πάλες και όλα τα εξαρτήματα τριγυρνούσαν, μεταμφιεσμένοι σε Γεννίτσαρους, στα όρια της πόλης από γειτονιά σε γειτονιά.
Το πρωί, ξεκινούσε ο αρχηγός της κάθε ομάδας με συνοδεία τους οργανοπαίκτες, και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να πάρει τους Γενίτσαρους-χορευτές της ομάδας του. Σταματούσε στην εξώπορτα του πρώτου χορευτή του υπαρχηγού του ας πούμε – έβγαιναν δε στην εξώπορτα όλα τα μέλη της οικογένειας να καλωσορίσουν τον αρχηγό με τον εξής τρόπο: δίνανε τα χέρια τους ο ένας στον άλλο και πηδούσαν τρεις φορές κάνοντας όλα τα φλουριά να βροντούν. Μετά, πιανόντουσαν από το χέρι σε απόσταση μεταξύ τους και ξεκινούσαν για παρακάτω, μέχρι να πάνε στα σπίτια όλων των χορευτών και να μαζέψουν το μπουλούκι, το οποίο απαρτίζονταν από Γενίτσαρους και μια ή δύο συνήθως, Μπούλες* που είχαν το ρόλο της νύφης. Μπροστά πήγαιναν τα μουσικά όργανα, ο ζουρνάς και το νταούλι. Ύστερα όλοι μαζί πήγαιναν στην πλατεία όπου τους περίμενε ο Κατής (Οθωμανός Διοικητής). Εκεί, έπρεπε να σηκώσουν τη μάσκα για να διαπιστώσει ποιοι είναι και αν τους δώσει την άδεια ή όχι, να δέσουνε πάλι τη μάσκα και να αρχίσουν το χορό. Με το τέλος αυτής της διαδικασίας δεν ξανασήκωναν τη μάσκα μέχρι το τέλος της Αποκριάς.
Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, αφού είχαν πάρει την άδεια από τον Κατή για τις μάσκες, είχαν τη δυνατότητα να έρχονται σε επαφή με τους αντάρτες που ζούσαν πάνω στα βουνά, γιατί αυτοί κατέβαιναν τη νύχτα μέσα στην πόλη της Νάουσας, φορούσαν τις μάσκες τους και μπλεκόντουσαν με τους άλλους μασκαρεμένους συγγενείς και φίλους χωρίς να μπορεί κανείς να τους αντιληφθεί. Και έτσι καταστρώνανε τα σχέδια της απελευθερώσεως της Νάουσας.
Από τότε, το έθιμο των Γενίτσαρων συνεχίζεται αδιάλειπτα σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα με εξαίρεση την περίοδο των πολέμων.
Το δρώμενο «Γενίτσαροι και Μπούλες», σήμερα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ημέρες της αποκριάς στη Νάουσα, αποτελώντας ένα από χαρακτηριστικότερα λαογραφικά στοιχεία της περιοχής.
* Η Μπούλα είναι άντρας ντυμένος γυναίκα με φαρδύ φουστάνι. Στο κεφάλι έχει λουλούδια από τα οποία ξεκινούν τούλια και κορδέλες. Φοράει επίσης πρόσωπο σαν τον Γενίτσαρο με τη διαφορά ότι έχει τη γυναικεία μορφή.