Η ιστορική εξέλιξη τους
Ανατρέχοντας στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων διαπιστώνει κανείς ότι η διοργάνωσή τους αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό προνόμιο των κρατών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Από τις 26 διοργανώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από το 1896 έως και το 2008, μόνο σε έξι περιπτώσεις οι Αγώνες τελέστηκαν αλλού. Επιπλέον, η διοργάνωσή τους υπήρξε προνόμιο των οικονομικά αναπτυγμένων κρατών.
Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1930, και ιδίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η γιγάντωση των Αγώνων είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση της διοργάνωσης τους σε κράτη που η οικονομία τους μπορούσε να αντεπεξέλθει στο κόστος των ολυμπιακών έργων. Έτσι, επιλέγονται μητροπόλεις, μεγαλουπόλεις που διέθεταν ή ήταν σε θέση να δημιουργήσουν τις αθλητικές και τις άλλες υποδομές που απαιτούνταν για τη διοργάνωση των Αγώνων.
Ταυτόχρονα, τα ολυμπιακά έργα σήμαιναν για τις πόλεις που τα αναλάμβαναν μια επέμβαση μεγάλης κλίμακας. Ιδιαίτερα σημαντική λοιπόν υπήρξε η κατασκευή του Ολυμπιακού Χωριού.
Η αρχιτεκτονική και τα μορφικά του χαρακτηριστικά, η τοποθεσία που χτιζόταν, η εγγύτητα με την πόλη, αλλά και η χρήση του μετά τους Αγώνες είναι ζητήματα που επηρέασαν έντονα το σχεδιασμό για την ανάπτυξη των πόλεων. Έτσι, ανατρέχοντας στην ιστορία των Ολυμπιακών Χωριών θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει τις διαφορετικές τάσεις που επικράτησαν στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Να σημειωθεί ότι έως τη δεκαετία του 1930 οι αθλητές διέμεναν σε ξενοδοχεία, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πλοία και άλλους χώρους, ανάλογα με την κάθε διοργάνωση αλλά και με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας τους.
Τα πρώτα Ολυμπιακά Χωριά χτίστηκαν στο Λος Άντζελες (1932) με εκατοντάδες κτίσματα διαφόρων τύπων, όπου έμειναν μόνον οι άνδρες αθλητές ενώ οι αθλήτριες φιλοξενήθηκαν στο ξενοδοχείο «Chapman Ρark» και στο Βερολίνο (1936) με περίπου 145 διώροφα και ισόγεια κτίρια που, μετά τους Αγώνες, χρησιμοποιήθηκαν ως στρατώνες. Πλέον υπάρχουν μόνον ερείπια, εκτός από το διαμέρισμα του Τζέσε Οουενς, το οποίο αναπαλαιώθηκε.
Και τα δύο χωριά χτίστηκαν σε προάστια των δύο πόλεων και είχαν τη μορφή μπαγκαλόους, ακολουθώντας το επικρατέστερο οικιστικό μοντέλο ανάπτυξης των προαστίων στις Ευρωπαϊκές και στις βορειοαμερικανικές μεγαλουπόλεις την εποχή εκείνη. Έτσι, τα δύο πρώτα Ολυμπιακά Χωριά μπόρεσαν εύκολα να ενταχθούν στον προαστιακό ιστό των δύο πόλεων. Από την άλλη, ενώ στην κατασκευή των αθλητικών εγκαταστάσεων προκρίνεται η εγγύτητά τους με το κεντρικό στάδιο, το Ολυμπιακό Χωριό δημιουργείται μακριά από αυτό.
Το 1948 οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου δεν επέτρεψαν στους Βρετανούς διοργανωτές να κατασκευάσουν Ολυμπιακό Χωριό. Χρησιμοποιήθηκαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές της RAF, ένα στρατιωτικό νοσοκομείο και κάποια σχολεία του Μίντλσεξ. Το χωριό που χτίστηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 (Ελσίνκι), ένα λιτό χωριό όπου έμειναν μόνον οι αθλητές του στίβου ενώ οι υπόλοιποι φιλοξενήθηκαν σε πανεπιστήμια και στρατώνες και οι αθλήτριες στη σχολή νοσοκόμων καθώς και αυτό του 1956 (Μελβούρνη), το οποίο περιελάμβανε αθλητικό κέντρο, δημοτικό σχολείο, μαγαζιά και μια κοινότητα με σπίτια, οικοδομήθηκαν σε προάστια των δύο πόλεων, όπως είχε συμβεί το 1932 και το 1936, και η κατασκευή τους εντάχθηκε σε δημοτικά ή κυβερνητικά προγράμματα δημιουργίας εργατικών κατοικιών.
Ωστόσο, ενώ στη Μελβούρνη ακολουθήθηκε το προπολεμικό προαστιακό οικιστικό μοντέλο (μπαγκαλόους), στο Ελσίνκι εμφανίστηκε ένα διαφορετικό πρότυπο: της πολυκατοικίας, που υιοθετήθηκε και στις επόμενες διοργανώσεις στη Ρώμη (1960) και στο Τόκιο (1964).
Οι Αγώνες της Ρώμης συνιστούν τομή σε σχέση με τις προηγούμενες διοργανώσεις, καθώς για πρώτη φορά η κατασκευή του χωριού εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό για την επέκταση και την ανάπτυξη της πόλης. Η επικρατέστερη τάση την εποχή εκείνη στον πολεοδομικό σχεδιασμό, ιδίως στην Ευρώπη, ήταν η επέκταση της μεγαλούπολης με τη δημιουργία μικρότερων δορυφορικών πόλεων, εξέλιξη που ανταποκρίνεται στο νέο καταμερισμό λειτουργιών στις αναπτυσσόμενες και συνεπώς στις επεκτεινόμενες μεγαλουπόλεις. Στη βάση, λοιπόν, τέτοιων σχεδιασμών δημιουργήθηκε το Ολυμπιακό Χωριό στη Ρώμη (1960), το πρώτο Χωριό που κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί αργότερα ως αστική περιοχή και πρόκειται για δύο συγκροτήματα 33 κτιρίων 1.348 διαμερισμάτων.
Στο Τόκιο (1964) όπου χρησιμοποιήθηκαν τα υπάρχοντα κτίσματα της περιοχής Γιογιόγκι ενώ κατασκευάστηκαν δύο ακόμα κτίρια δίπλα στις εγκαταστάσεις του κανό και της ποδηλασίας- και στο Μεξικό (1968) σε 29 πολυκατοικίες με 904 διαμερίσματα. Στις περιπτώσεις αυτές η εγγύτητα μεταξύ των ολυμπιακών εγκαταστάσεων δεν αποτέλεσε στόχο των διοργανωτών.
Στη Ρώμη δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικοί ολυμπιακοί πόλοι, βόρεια και νότια της πόλης, στο Τόκιο τρεις και στο Μεξικό περισσότεροι. H μετακίνηση μεταξύ του Ολυμπιακού Χωριού και των αθλητικών εγκαταστάσεων ικανοποιήθηκε με τη δημιουργία λεωφόρων και περιφερειακών οδικών αρτηριών, που συνέδεαν τις δορυφορικές πόλεις μεταξύ τους αλλά και με το κέντρο της πόλης.
Τη δεκαετία του 1970 οι Ολυμπιακοί Αγώνες επανέρχονται στο «κέντρο» της πόλης και ανακτούν τη χωρική τους ενότητα. Μάλιστα, για πρώτη φορά το Ολυμπιακό Χωριό κατασκευάζεται κοντά στο στάδιο και τις άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις. Η εξέλιξη αυτή συναρτάται με προσπάθειες ανάπλασης του κέντρου της πόλης, με σχεδιασμένη επέμβαση στις λειτουργίες και τη χρήση του αστικού χώρου σε περιοχές εγκαταλελειμμένες, υποβαθμισμένες (Μόναχο 1972, με ένα σύνολο κτιρίων των 25, 22, 20, 19, 16, 15 και 12 ορόφων) ή σε περιοχές με μία στοιχειώδη αθλητική υποδομή (Μόντρεαλ 1976, με δύο κτίρια σχήματος πυραμίδας 23 ορόφων το καθένα), οι οποίες επιλέγονται ώστε να αποτελέσουν στο εξής το κέντρο των αθλητικών δραστηριοτήτων κάθε πόλης.
Έτσι, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο, όπως συνέβαινε σε γενικές γραμμές έως τη δεκαετία του 1950, τη φορά αυτή ωστόσο δίνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη χρήση τους μετά τους Αγώνες. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση σε αυτές τις ανανεωμένες περιοχές της πόλης διευκολύνθηκε από νέες οδικές αρτηρίες και επεκτάσεις στη γραμμή του μετρό. Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική του Oλυμπιακού Xωριού δημιουργήθηκαν μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα που μετά τους Αγώνες μετατράπηκαν σε φοιτητική εστία (Μόναχο) και σε κατοικίες (Μόντρεαλ).
Τα ολυμπιακά έργα στους Αγώνες της Μόσχας (1980), συνεπώς και η κατασκευή Oλυμπιακού Xωριού με 18 πολυκατοικίες 16 ορόφων η καθεμία, εντάχθηκαν στο εικοσαετές πρόγραμμα ανάπτυξης της πόλης (1971-1990), που για τον αθλητισμό προέβλεπε τη δημιουργία εγκαταστάσεων σε διαφορετικές περιοχές της σοβιετικής πρωτεύουσας. Το Oλυμπιακό Xωριό στη Μόσχα, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τις προηγούμενες διοργανώσεις, αποτελούνταν από μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, τα οποία στη συνέχεια μετατράπηκαν σε μόνιμες κατοικίες.
Το 1984 στο Λος ΄Aντζελες, αντί αθλητικού χωριού, χρησιμοποιήθηκαν οι φοιτητικές εστίες των πανεπιστημίων της πόλης UCLA, USC και UCSB. Το ίδιο παράδειγμα ακολουθήθηκε και το 1996 στην Ατλάντα (οι εστίες των πανεπιστημίων «Georgia Institute of Technology» και «Georgia State» στέγασαν τους αθλητές.
Αντίθετα, οι Αγώνες στη Σεούλ (1988) με χωριό 21 πολυκατοικιών 24 ορόφων και 4 διαμερισμάτων ανά όροφο, τη Βαρκελώνη (1992) με παραθαλάσσιο συγκρότημα πολυκατοικιών και το Σίδνεϊ (2000) όπου δημιουργήθηκε ένα νέο προάστιο, το Νιούινγκτον, που αποτελείτο κυρίως από μικρά διώροφα κτίρια και θεωρήθηκε το καλύτερο που είχε γίνει έως τότε, ανέδειξαν μια διαφορετική λογική, συγγενική με εκείνη που ακολουθήθηκε το 1972 και το 1976. Βέβαια, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις δε συγκεντρώθηκαν αλλά κατανεμήθηκαν σε τρεις ή τέσσερις διακριτούς ολυμπιακούς χώρους που βρίσκονταν κοντά στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, ζητούμενο και εδώ υπήρξε η ανάδειξη του κέντρου της μητρόπολης μέσα από την αναβάθμιση, δηλαδή τη διαφορετική χρήση «προβληματικών» περιοχών.
Ειδικά στη Βαρκελώνη, ο σχεδιασμός των ολυμπιακών έργων συναρτήθηκε με ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ανάπλασης του ιστορικού κέντρου της πόλης και ανάδειξης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του. Το εγχείρημα αυτό αναμόρφωσε εντυπωσιακά το τοπίο και εκσυγχρόνισε τις λειτουργίες της πόλης, συνιστώντας το κατεξοχήν παράδειγμα θετικής επίδρασης των Ολυμπιακών Αγώνων στη ζωή και την ανάπτυξη των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Και φθάνουμε στο δικό μας Ολυμπιακό Χωριό, της Αθήνας του 2004, χτισμένο σε συνολική έκταση 1.240.000 τ.μ., με 2.292 διαμερίσματα κατανεμημένα σε 366 κτίρια. Μια κανονική πόλη δηλαδή….
«…Aρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο πληθυσμός της είναι ίσος ή και μεγαλύτερος και η έκτασή της υπερδιπλάσια από δέκα πρωτεύουσες νομών. Επιπλέον, βρίσκεται σε εντελώς απομονωμένη περιοχή (έξω από κάθε κοινωνικό ιστό), με συμπαγή «μάζα» 10.000 κατοίκων (κατά 90% άσχετων από τον τοπικό Δήμο), εντελώς αγνώστων μεταξύ τους, και με τεράστιες διαφορές δημογραφικών, επαγγελματικών, εισοδηματικών και άλλων κοινωνικο-πολιτιστικών γνωρισμάτων… Όλες οι «κανονικές» πόλεις που ξέρουμε, αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετιών ή και αιώνων. Και η όποια ανάπτυξή τους ήταν συνέπεια συγκεκριμένων αναγκών του πληθυσμού τους. Αντίθετα, οι σημερινές «νέες πόλεις», που ξεφυτρώνουν ξαφνικά εκ του μηδενός, σε περιοχές έρημες, ακατοίκητες, αποτελούν 100% τεχνητά μορφώματα τεραστίου μεγέθους, με απόντα –και άγνωστο– τον πληθυσμό που θα τα κατοικήσει, δηλαδή με απολύτως μηδενική κοινωνική συνοχή τόσο μεταξύ των (όποιων) κατοίκων της πόλης, όσο και με τον πληθυσμό της περιβάλλουσας περιοχής. Με συνέπεια, η εγκατοίκησή τους να αντιπροσωπεύει πραγματική κοινωνική περιθωριοποίηση του πληθυσμού τους, «εγγεγραμμένη στο έδαφος» και «στερεοποιημένη» στο «υλικό ανάγλυφο» της τεχνητής πόλης (τα κτίσματα που περικλείουν τον περιθωριοποιημένο πληθυσμό). Ακριβώς δε, για να μην μπει και το Ολυμπιακό Χωριό σε αυτή τη διαδικασία κοινωνικής αποσύνθεσης που οδηγεί αναπόδραστα στη γκετοποίηση, προσβλέπουμε στην εφαρμογή ειδικών κοινωνικών προγραμμάτων, τα οποία με την ενεργό συμμετοχή του συνόλου των κατοίκων θα αποτρέψουν τα φαινόμενα γκετοποίησης και θα διασφαλίσουν την ποιότητα της κοινωνικής ζωής και του περιβάλλοντος προς όφελος όλων».
Τα παραπάνω αναφέρει ο ασχολούμενος επί χρόνια σε Γαλλία και Ελλάδα με τα ζητήματα εργατικής κατοικίας, κοινωνιολόγος κ. Z. Θέος, πρώην σύμβουλος της «Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε.» και υπεύθυνος του κοινωνικού προγράμματος του Ο.Χ. από το 2002, στη δημοσιογράφο κ. Χρ. Κοψίνη, στο άρθρο της “Καθημερινής” (26.02.06) με τίτλο “Ολυμπιακό Χωριό: μια πόλη γεννιέται”.
Έτσι, λοιπόν, το Ολυμπιακό Χωριό της Αθήνας στους πρόποδες της Πάρνηθας με κτίρια κυρίως διώροφα, τριώροφα και κάποια τετραώροφα είναι μαζί με το Σίδνεϊ τα μόνα στην μέχρι σήμερα ιστορία των Αγώνων νέα προάστια που δεν αποτελούνται από μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, πύργους ή πολυκατοικίες. Θα μπορούσε εύκολα να γίνει το κατεξοχήν παράδειγμα της θετικής επίδρασης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ελάχιστα αλλά ταυτόχρονα σημαντικά είναι αυτά που υπολείπονται για την τελική πραγμάτωση της ιδέας του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας ως Πρότυπης Πόλης και υποδείγματος σύγχρονης οικιστικής ανάπτυξης. Πρόκειται για τις κοινωνικές υποδομές που θυσιάστηκαν και παραλείφθηκαν λόγω της ταχύτητας κατασκευής του. Η πολιτική βούληση αλλά και η πρωτοβουλία των ίδιων των κατοίκων του είναι αυτά που τελικά θα οδηγήσουν στο να κερδηθεί το «στοίχημα» όσων πίστεψαν ότι το Ολυμπιακό Χωριό μπορεί να αναδειχθεί ως ένα πλήρες οικιστικό μοντέλο με δικό του κοινωνικό πρόσωπο και συμπαγή κοινωνική συνοχή.
Νάσος Βαλαβάνης
Πηγές: «Καθημερινή», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Brittanica, ΔΟΕ, Εθνοσπόρ