Του Ευθύμη Λεκάκη
Νομικού LL M. International Law,
Οικονομολόγου (μέλους Ο.Ε.Ε.),
Ιστορικού Ερευνητή
Οι «ισχυροί» απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία μεταξύ 1914 και 1923
Η αρχή του 20ου αιώνα με την βιομηχανική επανάσταση σημαδεύτηκε εκτός των άλλων και από το μοίρασμα των πηγών της πρώτης ύλης της, του πετρελαίου. Στην τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, πρωταγωνίστησαν οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες της Ελλάδας και Τουρκίας, με αδιαμφισβήτητο «σκηνοθέτη» τους ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, που όλοι τους έψαχναν την νέα ταυτότητα τους στον καινούργιο αιώνα, με δεδομένη την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω το ρόλο των πρωταγωνιστών των διπλωματικών και πολιτικών γεγονότων κατά την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής, με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα, παραθέτοντας πηγές από όλες τις εμπλεκόμενες μεριές, ώστε ο αναγνώστης να εξάγει ανεπηρέαστα το δικό του συμπέρασμα το οποίο όμως θα αποτελεί και τη δική του ανεπηρέαστη αλήθεια.
Τον Οκτώβρη του 1918 τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με ηττημένες τις Κεντρικές αυτοκρατορίες και την σύμμαχό τους Οθωμανική αυτοκρατορία να υπογράφει την συνθήκη ανακωχής του Μούδρου στην Λήμνο.
Αρχικά θα πρέπει να επισημανθεί ότι η περιοχή της Σμύρνης δεν ήταν, τουλάχιστον μέχρι το 1913, μέσα στους πρωταρχικούς στόχους της λεγόμενης Μεγάλης Ιδέας. Προείχαν άλλοι στόχοι όπως η Μακεδονία, η Κρήτη, φυσικά η Κωνσταντινούπολη, και ως εκ τούτου η περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν δευτερεύουσας σημασίας.
Αυτό άλλαξε πρώτον, επειδή η πλειοψηφία αυτών των περιοχών (Μακεδονία, Κρήτη, Θράκη) ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια και δεύτερον επειδή δόθηκε μέσω του Μεγάλου Πολέμου η ευκαιρία στην Ελλάδα να αξιώσει διεκδικήσεις και εκεί. Μπορούσε λοιπόν πλέον το ενδιαφέρον της Ελλάδας να στραφεί σε αυτή την περιοχή της Ανατολής με τους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι μάλιστα ήδη υπέφεραν λόγω της έντονης εθνικιστικής τουρκικής κίνησης που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και τους απειλούσε. Ο Βενιζέλος με βάση αυτό είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τους Συμμάχους την στρατιωτική παρουσία του ελληνικού στρατού στην περιοχή, ώστε να μπορέσει να προστατέψει τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Η πρότασή του όμως δε θα γινόταν δεκτή σε καμία περίπτωση αν δεν συνέπιπτε με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στα εδάφη της υπό διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα στη Δυτική Μικρά Ασία. Και ακόμα περισσότερο, η Ελλάδα, ζητώντας να αποβιβάσει στρατό στην Σμύρνη εξυπηρετούσε, κι όχι αθέλητα, τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των Δυνάμεων αυτών έναντι της νέας Τουρκίας που θα δημιουργούταν. Ήταν άλλωστε εμφανές. Η Συνθήκη των Σεβρών μείωνε δραματικά την οθωμανική επικράτεια και την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή και η αντίσταση που θα δημιουργούνταν έπρεπε να καμφθεί. Η Ελλάδα εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης διέθετε δυνάμεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αμέσως. Ουσιαστικά λοιπόν στην περίπτωση αυτή έχουμε μια διαπλοκή συμφερόντων δύο πλευρών, τα οποία συμφέροντα όμως έχουν έναν κοινό στόχο. Κατά τη διαδικασία αυτή είναι δεδομένο ότι είναι το συμφέρον του ισχυρότερου αυτό που υπερτερεί και κατατάσσει σε δεύτερη θέση τις επιδιώξεις του ασθενέστερου μέρους. Και φυσικά το ασθενές μέρος εδώ ήταν η Ελλάδα. Συγκεκριμένα ως προς το ζήτημά μας «οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αντιλαμβανόμενες ότι ο σουλτάνος δεν ήταν σε θέση να τσακίσει την επανάσταση, έβαλαν μπρος το στρατιωτικό σχέδιο, με κύρια δύναμη τον ελληνικό στρατό, αλλά και τα δικά τους στρατεύματα. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Κεμάλ δεν έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι στις 10 Αυγούστου 1920, υπογράφτηκε στις Σέβρες της Γαλλίας Συνθήκη, που ουσιαστικά ενίσχυε την αποικιακή υποδούλωση της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανέλαβε να επιβάλει τη συγκεκριμένη Συνθήκης, η οποία, όπως ήταν φυσικό απορρίφτηκε από την κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ. Έτσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας ο οποίος τυπικά ξεκίνησε στις αρχές Μάη του 1919.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν απολύτως κοινά συμφέροντα. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, αλλά και οι ΗΠΑ και η Ιταλία είχαν έντονες ενδοϊμπεριαλιστικές διενέξεις. Η εμπλοκή της Ελλάδας δεν μπορεί να εξηγηθεί και να κατανοηθεί αν δεν ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο αυτών των σχέσεων. Έτσι, στο Διεθνές Συνέδριο που έγινε στο Παρίσι, συντελέσθηκε η «πρώτη πράξη του έργου που θα παιζόταν» στη συνέχεια. Αν και ήταν γνωστό ότι οι Τούρκοι δε θα δέχονταν ελληνικά στρατεύματα στην Μικρά Ασία, ωστόσο η ιταλική επιθετικότητα στην περιοχή (η οποία τυπικά έπρεπε να βρεθεί υπό τον δικό τους έλεγχο με βάση υποσχέσεις που τους είχαν δοθεί τον Απρίλιο του 1917) που με μεγάλη ένταση εκδηλώθηκε από τον Απρίλη, ανησύχησε τις υπόλοιπες δυνάμεις. Οι Ιταλοί, πέραν των επιχειρήσεών τους στην Μικρά Ασία, ενίσχυαν επικίνδυνα την επιρροή τους, είχαν αρχίσει να επιδεικνύουν και ανθελληνικό χαρακτήρα με την καταστολή ενεργειών κατοίκων των Δωδεκανήσων που ζητούσαν ένωση με την Ελλάδα, αλλά και με τις ενέργειές τους στο ζήτημα της Ηπείρου.
Η κατάσταση εδώ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Από την μια οι Μεγάλες Δυνάμεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ιμπεριαλιστική τους επέκταση με το κεμαλικό κίνημα και από την άλλη αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προβλήματα συνεννόησης μεταξύ τους. Σ’ αυτά τα επικίνδυνα διπλωματικά νερά καλούνταν να πλεύσει η ελληνική πολιτική, η οποία στο πρόσωπό της συγκέντρωνε ελπίδες, αλλά και έχθρες.
Πάντως τελικά ο λόγος της προστασίας των ελληνικών πληθυσμών στην Μικρά Ασία φαίνεται ότι ήταν απλά προσχηματικός· στην πραγματικότητα η παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων καλούνταν να παίξει έναν ρόλο «αστυνόμευσης» ενάντια στο τουρκικό εθνικιστικό κίνημα και ενάντια στην ιταλική επεκτατική πολιτική. Στον ιμπεριαλισμό της Ιταλίας (ο οποίος βεβαίως στρεφόταν κατά του τουρκικού εθνικισμού) ήρθε να απαντήσει ο αντίστοιχος της Βρετανίας και των ΗΠΑ (με το ίδιο θύμα). Η Μ. Βρετανία όμως, όντας απασχολημένη με τα αποικιακά της ζητήματα, προτίμησε να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα για να ικανοποιήσει τους στόχους της. Παρ’ όλα αυτά, η επίρριψη ευθυνών αποκλειστικά στους «ξένους» αποτελεί μέγιστο ατόπημα. Η ελληνική άρχουσα τάξη είχε επίσης συμφέροντα από την κατοχή των εδαφών αυτών, συμφέροντα που έχουν προφανώς να κάνουν με την επέκταση της εσωτερικής ελληνικής αγοράς. Μάλιστα αυτός ο ρόλος του «χωροφύλακα του αγγλικού ιμπεριαλισμού» που ο ελληνικός καπιταλισμός έπαιξε τον ενίσχυσε σημαντικά, πράγμα που φαίνεται από τους αριθμούς και τα στοιχεία και μετά τη σταδιακή παρακμή του, από το 1922 και μετά.
Με τη συνθήκη των Σεβρών αναδεικνύεται ο θρίαμβος της αγγλικής πολιτικής προκαλώντας την δυσφορία της Γαλλίας και Ιταλίας, που βλέπουν πλέον να μένουν τα συμφέροντα τους στο χώρο ακάλυπτα και να διαδέχεται η Αγγλία την Γερμανία σαν ηγέτιδα δύναμη, προκαλώντας αρχικά χάος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό) και δημιουργώντας ταυτόχρονα στον ελληνικό πληθυσμό κύματα ενθουσιασμού.
Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, και προκειμένου να προστατευτούν οι Ευρωπαϊκές και ιδίως Γαλλικές επενδύσεις στη χώρα, στις 7 Γενάρη του 1919, γίνεται η εκστρατεία στην Κριμαία, στην οποία έλαβε μέρος η Ελλάδα με 23.351 άνδρες, πολλοί Γάλλοι στρατιώτες και ελάχιστοι Άγγλοι. Η Ιταλία αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Αυτή η απόφαση του Βενιζέλου έφερε την Γαλλία του Κλεμανσώ μαζί με την Αγγλία του Λόυδ Τζώρτζ πιο κοντά στα αιτήματα της Ελλάδας, απέναντι σε μία Ιταλία που ανυπομονούσε να κατοχυρώσει επίσημα δικαιώματα σε Βόρεια Ήπειρο, Δωδεκάνησα και Δυτική Μικρά Ασία. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ μέχρι τότε στη Ρωσία ζούσαν 700.000 Έλληνες ανενόχλητοι και μάλιστα σε καθεστώς προνομιακής εκτίμησης, ο Βενιζέλος εκστράτευσε στο πλευρό των συμμάχων, δίχως να έχει κατοχυρώσει κανένα εκ μέρους τους αντάλλαγμα, με μόνη επιθυμία την απομάκρυνση από την Αθήνα 40.000 βασιλικών εκλογέων και μια καλή δικαιολογία για να διατηρήσει σε ισχύ την επιστράτευση και το στρατιωτικό νόμο. Τούτη η ατυχής εκστρατεία είχε σαν αποτέλεσμα οι απώλειες της Ελλάδας να φτάσουν σε 225 νεκρούς από τους οποίους 18 αξιωματικοί, 173 αγνοούμενους, 1.373 αρρώστους φυσικά εκτός μάχης και 657 τραυματίες 30 από τους οποίους ήταν αξιωματικοί, καθώς και να υπογραφεί τον Μάρτη του 1921 “Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφότητας” μεταξύ Σοβιετικής Ρωσίας και Κεμαλικής Τουρκίας. Ας σημειωθεί ότι μετά την Ελληνική συμμετοχή εναντίον των Μπολσεβίκων στην Κριμαία, η Σοβιετική βοήθεια προς τα στρατεύματα του Κεμάλ ήταν 11.000.000 χρυσά ρούβλια καθώς και χιλιάδες στρατιωτικά όπλα!

“Σύντροφε Λένιν! Απομένει να δώσουμε στους Τούρκους το προβλεπόμενο μέρος του “δεύτερου μισού της συνεισφοράς μας” (1 εκ. 100.000 ρούβλια). Πέστε τους, σαφώς και οριστικά, ότι προς το παρόν, δυστυχώς, δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε περισσότερα λόγω του λιμού που έπληξε τη Ρωσία. Σε ότι αφορά, επίσης, τα όπλα, είναι έτοιμα να τους τα παραδώσουμε! Στάλιν 7/11/1921” (Επίσημα Αρχεία Εγγράφων Σοβιετικής Ένωσης)
Για τη βοήθεια των Σοβιετικών στο κεμαλικό καθεστώς, ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς είχε πει: «Χωρίς τη ρωσική υποστήριξη ο πόλεμος δεν θα είχε στεφθεί με επιτυχία. Αν δεν υπήρχε η υποστήριξη της Ρωσίας, η νίκη της νέας Τουρκίας επί των εισβολέων θα είχε μπορέσει να επιτευχθεί μόνο με ασύγκριτα μεγαλύτερες απώλειες ή ίσως και να μην είχε καταστεί δυνατή. Η Ρωσία πρόσφερε στην Τουρκία και ηθική και υλική βοήθεια, και θα είναι έγκλημα να ξεχάσει το έθνος μας αυτή τη βοήθεια». (Αρχεία Ρωσικού προξενείου Κων/πολης).
Παρά την ενεργό συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στην Μακεδονία και τα επανειλημμένα υπομνήματα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προς την συνδιάσκεψη των Παρισίων, ο χρόνος περνούσε χωρίς η Ελλάδα να λαμβάνει κάτι από τις διεκδικήσεις της στη Βαλκανική, στη Μικρά Ασία και στα νησιά. Η Ιταλία θέλοντας να εκβιάσει και στηριζόμενη στη συμφωνία του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης (1917)*, το Μάρτη του 1919, αποβίβασε στρατεύματα στην Αττάλεια. Ο Μουσταφά Κεμάλ από τον Μάη του 1919 βρισκόταν στη Σαμψούντα, όπου μετά από συνάντηση που είχε με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών κόμη Σφόρτσα** και αφού έλαβε την ολόθυμη υπόσχεση συμπαράστασης εκ μέρους της Ιταλίας, οργάνωσε στρατιωτικά του Τσέτες.
* Συμφωνία της Μωριέννης ή Συμφωνία ζωνών δράσης ήταν μυστική αγγλογαλλική συμφωνία που συνομολογήθηκε στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1917 στη διάρκεια του Α’ Π.Π. η οποία απέβλεπε τόσο κατά τον πόλεμο όσο κυρίως για μετά αυτόν στη διασφάλιση των γεωγραφικών συμφερόντων τους στη Βαλκανική, ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Οι ζώνες δράσης που συνομολογήθηκαν για κάθε μία των Μεγάλων Δυνάμεων περιελάμβαναν αντίστοιχα τις ακόλουθες περιοχές: Βαλκανική: 1. Βρετανική ή Αγγλική ζώνη δράσης: ΝΑ. μέτωπο Βαλκανικής, Αιγαίο, δυτικές και νότιες ακτές Μικράς Ασίας (κατά Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) καθώς και τις περιοχές Κοζάκων, Καυκασίων, Γεωργιανών, Αρμενίων και Κούρδων, (σύμφωνα με άρθρο 3) 2. Γαλλική ζώνη δράσης: ΒΑ. μέτωπο Βαλκανικής και Μαύρη θάλασσα (κατά Γερμανών και εχθρικά διακειμένων Ρώσων) και Σόφια 3.Ιταλική ζώνη δράσης: Τα βιλαέτια (Σαντζάκια) Αϊδίνιο, Ικόνιο και Άδανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 3. Η Κων/πολη, και τα Στενά που ανήκαν προηγουμένως στη Ρωσική ζώνη περιλήφθηκαν από κοινού στην αγγλική και γαλλική ζώνη, ενώ ομοίως οι περιοχές Κοζάκων, Καυκασίων, Γεωργιανών, Αρμενίων και Κούρδων, σύμφωνα με το άρθρο 3 περιήλθαν στην βρετανική ζώνη, η δε Σόφια στη γαλλική ζώνη. Μέση Ανατολή 1. Βρετανική ζώνη: η Αίγυπτος, η Διώρυγα Σουέζ, η Χετζάζη και η Μεσοποταμία μέχρι του Περσικού κόλπου 2. Γαλλική ζώνη: Παλαιστίνη, και βόρεια εδάφη, αργότερα Λίβανος και Συρία.
** Κάρολος Σφόρτσα (Γεννήθηκε το 1872 στο Montignoso και πέθανε το 1952 στη Ρώμη). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πίζας και τον γνωρίζουμε σαν διπλωμάτη και πολιτικό, μέλος του Ιταλικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Το 1918 διορίστηκε ύπατος αρμοστής της Ιταλίας στην Κωνσταντινούπολη. Το 1919 διορίστηκε γερουσιαστής και υπουργός εξωτερικών. Ήταν ανθέλληνας. Τα αισθήματά του αυτά, τα είχε εκδηλώσει πολλές φορές κατά τη θητεία του τόσο σαν ύπατος αρμοστής της Ιταλίας στην Κωνσταντινούπολη, όσο και σαν υπουργός εξωτερικών της χώρας του. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία , σαν υπουργός εξωτερικών, κατήγγειλε το Σύμφωνο Βενιζέλου Τιττόνι, βοηθώντας με πολεμικό υλικό τις κεμαλικές δυνάμεις στις επιχειρήσεις τους εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία!
Η Αγγλία και η Γαλλία είδαν με δυσφορία τις εντεινόμενες πιέσεις της Ρώμης, που έβλεπε ανταγωνιστικά την ελληνική παρουσία στην Μικρά Ασία και την τουρκική εθνικιστική κίνηση, αποφασίσανε, εν απουσία της Ιταλίας να δώσουν την άδεια στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα υπό την προστασία του αγγλικού στόλου στην Σμύρνη και να καταλάβει περιοχές νοτιοδυτικά αυτής και βορειοανατολικά των Κυδωνιών (Αϊβαλί) για την τήρηση της τάξης και προστασία των μειονοτικών πληθυσμών.
Τον Ιούνη 1919 με τη διαμεσολάβηση των Άγγλο-Γάλλων πραγματοποιήθηκε η «μυστική» συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας, γνωστό ως Σύμφωνο Βενιζέλου–Τιτόνι (βλ.παραπάνω στις σημειώσεις) για συνύπαρξη στην Μικρά Ασία.
Τον Νοέμβρη του 1919 στη συνάντηση Λόυδ Τζώρτζ με Κλεμανσώ για την προετοιμασία της διάσκεψης για το Ανατολικό, κατέληξαν σε συμφωνία ότι μόνο στα πετρελαιοφόρα αραβικά εδάφη και στα Στενά θα κρατούσαν την κηδεμονία. Εξέτασαν δε, τρόπους αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων από την Μικρά Ασία όπου με την αποχώρηση των ΗΠΑ, μετά την νίκη των ρεπουμπλικάνων, την αποχώρηση του προέδρου Ουίλσων και την εφαρμογή του δόγματος Μονρόε του απομονωτισμού, για να φύγουν οι Ιταλοί πρέπει να φύγουν και οι Έλληνες. Ο Κλεμανσώ τότε πρότεινε να δοθεί στην Ελλάδα ολόκληρη η Θράκη.
Ενώ ο Κεμάλ στο ενδιάμεσο διάστημα ισχυροποιήθηκε επικίνδυνα πολιτικά και στρατιωτικά, το Μάρτη του 1920 οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, διέλυσαν το Κοινοβούλιο και κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο.
Ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός κορυφώθηκε στην Μικρά Ασία και ενώ οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, έχοντας συνάψει και οι δύο από τον Μάη του 1919 συμφωνίες ανακωχής, ήταν της άποψης να δοθούν γενναίες παραχωρήσεις στους Τούρκους για να καμφθούν, οι Άγγλοι πρόκριναν τη δυναμική λύση με την επέμβαση του ελληνικού στρατού για την κάλυψη της περιοχής Νικομήδειας – Δαρδανέλια, που ήδη έλεγχαν και οι άτακτοι τσέτες τους δημιουργούσαν πλείστα όσα προβλήματα.
Τον Αύγουστο του 1920 με την συνθήκη των Σεβρών, εικοσιένα μήνες μετά την ανακωχή του Μούδρου επισημοποιείται διπλωματικά ο τερματισμός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με την συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε με την Οθωμανικά αυτοκρατορία.
Τα «δεκατέσσερα σημεία» του δόγματος Ουίλσον για τον μεταπολεμικό κόσμο θεμελιώνονταν στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων, συγχρόνως όμως πρυτάνευαν συμφερόντων «υπέρτερα» της αρχής αυτής. Οι βασικοί όροι της συνθήκης των Σεβρών, έργο κατ’ εξοχή Αγγλικό, εξασφάλιζε απόλυτα τα Αγγλικά συμφέροντα, αλλά συμπτωματικά, με αυτή τη ρύθμιση, εμφανίζονται και τα ελληνικά συμφέροντα να συμβαδίζουν με τα Αγγλικά. Οι Γάλλοι, δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν τα Αγγλικά ιμπεριαλιστικά σχέδια στην Εγγύς Ανατολή. Έτσι, ο Γαλλικός τύπος κατηγορούσε την Ελλάδα και χαρακτήριζε τα ελληνικά στρατεύματα σαν “μισθοφόρους της Αγγλίας, χωρίς μισθό.”
Η τελική μεταστροφή όμως των Συμμάχων θα γινόταν αργότερα, μετά τη συνθήκη των Σεβρών. Για να μπορέσουν να απεμπλακούν εντελώς από ένα μέτωπο που πλέον είχε αρχίσει να μην ανταποκρίνεται στα σχέδιά τους (οι Γάλλοι μάλιστα είχαν υποστεί μεγάλες ήττες στην Κιλικία από τον κεμαλικό στρατό) χρειαζόταν μια αφορμή. Αυτή η αφορμή (η πλέον σημαντική) για την αλλαγή στάσης της Γαλλίας (αλλά και της Αγγλίας τελικά) ήταν η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοέμβρη του 1920 και η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο της Ελλάδας. Όσον αφορά τους Γάλλους πλέον έγινε σαφής η διαφοροποίησή τους από τους Βρετανούς. Ο γαλλικός τύπος ξεκίνησε εκστρατεία για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, καθώς ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν το «κόκκινο πανί» ήδη από το 1916, κι έτσι, χρησιμοποιήθηκε ωραιότατα ως πρόφαση, για να βελτιωθούν οι σχέσεις της Γαλλίας με τον Κεμάλ. Οι εκλογές στην Ελλάδα και η επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ μετέβαλαν δραματικά την στάση των Συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα. Οι εκλογές αυτές άλλαξαν τον συσχετισμό και όσον αφορά την αγγλική πολιτική, αν και όχι στον ίδιο βαθμό όσο επηρέασαν τη Γαλλία.
Το Φλεβάρη του 1920 πραγματοποιήθηκε διασυμμαχική συνδιάσκεψη στο Λονδίνο για το Μικρασιατικό, στην οποία καλέστηκε για πρώτη φορά ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς, αποκτώντας έτσι την πολυπόθητη γι αυτόν διπλωματική αναγνώριση. Η Γαλλία και Ιταλία άρχισαν να υποστηρίζουν πλέον ανοιχτά τις θέσεις της Τουρκίας μα και η Αγγλία που τηρούσε φαινομενικά τουλάχιστον πιο χαλαρή στάση. Το τελικό σχέδιο περιελάμβανε την εκκένωση των ελληνικών στρατευμάτων από τις Μικρασιατικές περιοχές εκτός από την πόλη της Σμύρνης όπου θα παρέμενε Χριστιανός και όχι απαραίτητα Έλληνας Αρμοστής. Η Ελλάδα το απέρριψε. Ακολούθησαν συμφωνίες ανακωχής της Γαλλίας και της Ιταλίας με την Τουρκία, εξασφαλίζοντας προνομιακές συμβάσεις για όλους τους.
Το Μάρτη του 1922 η Διασυμμαχική συνδιάσκεψη στο Παρίσι προσπάθησε να βάλει τέλος στο στρατιωτικό αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί στο πεδίο των μαχών, με πρόταση για αποστρατικοποίηση της Ανατολικής Θράκης σε μεγάλο βαθμό και αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού και από την Σμύρνη. Το σχέδιο απορρίφτηκε και από τις δύο πλευρές προκαλώντας συγχρόνως και διπλωματικό αδιέξοδο. Η Ελλάδα επικεντρώθηκε στη δημιουργία αυτόνομου κράτους στη Σμύρνη με υψηλή τουρκική επικυριαρχία και στην κατάληψη της Κων/πολης που εμποδίστηκε από την Γαλλία. Όπως αναφέρει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματα του την κίνηση κατάληψης της Κων/πολης χαρακτηρίζει «αριστουργηματικό σχέδιο, το οποίο εμπνεύστηκε από την απελπισία της η Ελληνική ηγεσία» και συνεχίζει «η κατοχή της Κωνσταντινούπολης από τον ελληνικό στρατό θα του άνοιγε νέους ορίζοντες».
Τον Αύγουστο του 1922, ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς επιτίθεται εναντίον των Ελληνικών θέσεων με Γαλλικά πυρομαχικά και Γάλλους συμβούλους. Ύστερα απ’ αυτή τη μάχη, τα Τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν στη Σμύρνη, την οποία κατέλαβαν στις 9 Σεπτέμβρη του 1922 και στη συνέχεια την έκαψαν.
Η έκβαση των επιχειρήσεων των ελληνικών δυνάμεων στον Σαγγάριο ουσιαστικά ήταν κι αυτή που οριστικοποίησε την γαλλοκεμαλική προσέγγιση. Η τελική αμφοτεροβαρής συμφωνία υπογράφτηκε στην Άγκυρα στις 20 Οκτώβρη του 1921 και περιείχε τόσο στρατιωτικοπολιτικές όσο και οικονομικές διατάξεις. Από τον Γιουσούφ Κεμάλ εκ μέρους της Τουρκίας και από τον Φραγκλίν Μπουγιών εκ μέρους της Γαλλίας αποτελούμενη από 13 άρθρα. Από κει και πέρα ήταν σαφές, όπως σαφές είχε γίνει και για την Ιταλία ενάμιση χρόνο νωρίτερα, ότι η Γαλλία είχε αλλάξει οριστικά στρατόπεδο. Οι Σύμμαχοι σχεδίασαν σταδιακά την απεμπλοκή τους από το ζήτημα της Τουρκίας, κι ενώ στην αρχή ήταν οι ίδιοι που έστειλαν την Ελλάδα και τα στρατεύματά της εκεί, ήταν οι ίδιοι που είχαν και διεκδικούσαν συμφέροντα, ήταν οι ίδιοι που προωθούσαν τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο τέλος άφησαν να εννοηθεί ότι ο πόλεμος ήταν καθαρά ελληνοτουρκική υπόθεση και αυτοί κλήθηκαν σε ρόλο ειρηνοποιού. Κατ’ ουσίαν οι Σύμμαχοι άλλαξαν στρατόπεδο, επειδή συνειδητοποίησαν ότι οι αρχικοί τους σχεδιασμοί δεν ταίριαζαν με τις εξελίξεις και έτσι απροκάλυπτα «φόρτωσαν» στην Ελλάδα τις ευθύνες και τις συνέπειες της εμπλοκής, καταστρατηγώντας μάλιστα όχι μόνο τα συμφέροντα του λαού- τα οποία ουδέποτε τους ενδιέφεραν- αλλά και αυτά της υποτίθεται κοινών συμφερόντων ελληνικής αστικής τάξης. Διπλωματικά, η Μικρασιατική Εκστρατεία τελειώνει με την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών τον Οκτώβρη του 1922 και με την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923.