Του Ευθύμη Λεκάκη
Νομικού LL M. International Law,
Οικονομολόγου (μέλους Ο.Ε.Ε.),
Ιστορικού Ερευνητή
«῎Ολβιος, ὅστις τῆς ἱστορίης ἔσχε μάθησιν». (Ευριπίδης, απόσπασμα 910) μτφ. «Ευτυχής είναι εκείνος που γνωρίζει την ιστορία.»
Στις 30 Ιανουαρίου του 1923 υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Σύμβαση της Λοζάνης. Από την πλευρά της Ελλάδας, τη Σύμβαση αυτή υπέγραψε ο Ελ. Βενιζέλος και από την πλευρά της Τουρκίας ο Ισμέτ Ινονού.
Πόσοι στ’ αλήθεια γνωρίζετε τι προέβλεπε αυτή η Σύμβαση; Πόσο ευνοϊκή ή μη ήταν για τη χώρα μας; Δεν θα σας ρίξω στα βαθιά νερά, αλλά, τουλάχιστον θα μάθετε -όσοι δε γνωρίζετε- τι ακριβώς συμφωνήθηκε.
Σύμβαση της Λοζάνης (30 Ιανουαρίου 1923)
Ονομάζεται η σύμβαση που υπογράφηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στο περιθώριο της Διάσκεψης Ειρήνης της Λοζάνης, στις 30 Ιανουαρίου 1923, και η οποία ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών. Προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδος. Αυτή θα ίσχυε τόσο γι’ αυτούς που παρέμεναν στις εστίες τους όταν υπογράφηκε η Σύμβαση, όσο και για εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Μάλιστα, η ανταλλαγή ίσχυσε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τη μέρα που κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912). Από την ανταλλαγή αυτή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Με βάση τη Σύμβαση, οι ανταλλάξιμοι:
α) θα απέβαλαν την παλιά ιθαγένεια και θ’ αποκτούσαν την ιθαγένεια της χώρας στην οποία θα εγκαθίσταντο
β) είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία
γ) είχαν δικαίωμα να πάρουν από το κράτος στο οποίο μετανάστευαν σαν αποζημίωση περιουσία ίσης αξίας με την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειπαν φεύγοντας
δ) θα διευκολυνόταν η μετακίνησή τους από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής.
ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΝ ΤΗ 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1923
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων.
Άρθρον 1.
«Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων
επί των ελληνικών εδαφών.
Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.»
Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής
Είναι η επιτροπή που ιδρύθηκε με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης της Λοζάνης της 30ης Ιανουαρίου 1923. Έδρα της Επιτροπής ορίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Την αποτελούσαν έντεκα μέλη (τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκοι και τρία μέλη-πολίτες ουδέτερων κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο κρατών) με αρμοδιότητες τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης των πληθυσμών και την εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας των ανταλλαξίμων. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Λοζάνης, σκοπός της Επιτροπής ήταν να διευκολύνει τους ανταλλάξιμους στις μετακινήσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής φρόντισε για τη μεταφορά στην Ελλάδα, το 1924 και το 1925, περίπου 200.000 Ελλήνων που είχαν παραμείνει μετά το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου στην Καππαδοκία και γενικότερα στην Κεντρική και Νότια Μικρά Ασία. Στη συνέχεια, η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής ανέλαβε, σύμφωνα με το σκοπό ίδρυσής της, το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν. Για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπίας στη Μικτή Επιτροπή συστάθηκε το 1924 η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας.
- Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ
Ιστορικά και άλλα
Στη Λοζάνη ο Βενιζέλος επανειλημμένα αποδοκίμασε την ιδέα μίας υποχρεωτικής ανταλλαγής και εξέφρασε τη λύπη του που αυτή είχε γίνει πλέον αναγκαία. Ακόμη και την τελευταία στιγμή, στις 27 Ιανουαρίου 1923, τρεις μόλις μέρες πριν υπογραφεί η σχετική Σύμβαση, δήλωνε έτοιμος να εγκαταλείψει εντελώς την ιδέα. Διαβάζοντας γραπτή δήλωση, είπε:
«Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αντιμετωπίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και Αντιπροσωπεία με ιδιαίτερη αντιπάθεια. Στη διάρκεια των μακρών συζητήσεων περί της ανταλλαγής, τόσο στην Επιτροπή όσο και στην Υποεπιτροπή, η Ελληνική Αντιπροσωπεία δεν έπαψε να εκφράζει τις ιδέες της σχετικά. Δήλωσε επανειλημμένα ότι ήταν έτοιμη να παραιτηθεί από την υποχρεωτική ανταλλαγή αν επιτρεπόταν να επιστρέψουν στις εστίες τους ανεμπόδιστα οι ελληνικοί πληθυσμοί που έχουν απομακρυνθεί από αυτές. Με μια τέτοια πρόταση, πίστευε ότι υπερασπίζεται το πρωταρχικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να κατοικεί τη χώρα καταγωγής του και να ζει σ’ αυτήν με ελευθερία. Η Ελλάδα, σε αντάλλαγμα, θα ήταν ευτυχής να κρατήσει στο έδαφός της εργατικούς πληθυσμούς, εναντίον των οποίων απεχθάνεται να λάβει έκτακτα μέτρα. Δυστυχώς, η άλλη πλευρά δεν θέλησε να συμφωνήσει μ’ αυτές τις προτάσεις και η Σύμβαση η σχετική με την υποχρεωτική ανταλλαγή χρειάστηκε να διατυπωθεί και να συμφωνηθεί. Μολαταύτα, η Ελληνική Αντιπροσωπεία νομίζει ότι οφείλει να επαναφέρει σήμερα επίσημα ενώπιον της Συνδιάσκεψης την πρότασή της για την εγκατάλειψη της υποχρεωτικής ανταλλαγής, και θα είναι ευτυχής αν η πρόταση μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Μόνο στην αντίθετη περίπτωση θα υποκύψει σε μία αναπόδραστη αναγκαιότητα, υπογράφοντας τη Σύμβαση.»
Μήπως ο Βενιζέλος απλώς μπλόφαρε; Μήπως τον ενδιέφεραν μόνο οι εντυπώσεις; Ήταν όμως εξαιρετικά εύκολο να ξεσκεπάσει τη μπλόφα του Βενιζέλου ο εκπρόσωπος της Τουρκίας İsmet İnönü. Αρκούσε απλώς να υποσχεθεί ότι η Τουρκία θα επέτρεπε μελλοντικά την επιστροφή των Ελλήνων που είχαν ήδη φύγει. Κανένας τρίτος, μεταξύ εκείνων που σήμερα ενοχοποιούνται για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών (όπως ιδίως ο Fridtjof Nansen), δεν θα μπορούσε να την επιβάλει στην Τουρκία και την Ελλάδα αν την είχαν οι ίδιες αποκρούσει. Όσο για το Βενιζέλο, είναι φανερό ότι αποδεχόταν την ιδέα ανταλλαγής πληθυσμών, πρώτα εθελοντικής (το 1914 με την Τουρκία και το 1919 με τη Βουλγαρία) και τελικά υποχρεωτικής (το 1923) μόνο για να αποτρέψει μία έκβαση ακόμη πιο βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα: τη μονομερή απογύμνωση και εκδίωξη ή εξόντωση ελληνικών πληθυσμών. Ειδικά το φθινόπωρο του 1922, η Ελλάδα ήταν εκείνη που είχε άμεση ανάγκη μιας συμφωνημένης υποχρεωτικής ανταλλαγής. Όχι η Τουρκία. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν ήδη εγκαταλείψει το έδαφός της και η ίδια απέκλειε την επιστροφή τους. Μπορούσε να υπολογίζει ότι θα ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρέμενε σχεδόν μισό εκατομμύριο μουσουλμάνων.
Χωρίς συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής, ήταν αδύνατο να εκδιωχθούν ώστε να χρησιμεύσουν οι ακίνητες περιουσίες τους για την αποκατάσταση μεγάλου μέρους των Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία (όπως έγινε τελικά). Γι’ αυτό και ο İnönü στις 12 Δεκεμβρίου 1922 παρουσίασε την υποχρεωτική ανταλλαγή σαν ασύμφορη για την Τουρκία αφού θα κατέληγε στην εξαθλίωση και στην εκδίωξη από τα ελληνικά εδάφη μερικών εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων. Για επιστροφή ή παραμονή των Ελλήνων στην Τουρκία ούτε λόγος, παρά τις επανειλημμένες σχετικές νύξεις του Βενιζέλου, που ο İnönü αγνόησε εντελώς. Έτσι, τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Βρετανός Υπουργός Λόρδος Curzon δικαιολογημένα θεώρησαν την υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής αναπόφευκτη συνέπεια αποκλειστικά της τουρκικής στάσης. Της άρνησης δηλαδή της Τουρκίας να δεχθεί επιστροφή ή και παραμονή των ελληνικών πληθυσμών.
Χρόνια αργότερα, το 1929, ο Βενιζέλος εξηγούσε σε επιτροπή προσφύγων ότι η Σύμβαση της Λοζάνης δεν ήταν στην ουσία σύμβαση για την ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών και περιουσιών, αλλά σύμβαση απλώς για την αναχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελλάδα, αφού οι Έλληνες είχαν ήδη φύγει από την Τουρκία. Αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η αλήθεια είναι τελικά αντιφατική. Ο Βενιζέλος στη Λοζάνη φάνηκε κατά βάθος ανίκανος να κατανοήσει ότι η νικήτρια κεμαλική Τουρκία ήταν ένα νέο εθνικό κράτος σαν το δικό του και όχι πια η Οθωμανική αυτοκρατορία. Το ίδιο ισχύει και για τον Curzon, κυριότερο σύμμαχο του Βενιζέλου. Προτείνοντας το 1919 την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία, ο Βενιζέλος είχε προσδιορίσει απερίφραστα το ζητούμενο, που είναι βέβαια ο ιδανικός στόχος του εθνικισμού γενικά: η συγκέντρωσις εις τα αυτά εδάφη των ομοφύλων και η κατά το δυνατόν υπαγωγή εις έκαστον κράτος αμιγών πληθυσμών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα. Ωστόσο, αυτή την ανάγκη ή πάντως την επιδίωξη εθνικής ομοιογένειας δεν την αναγνώριζε, όπως φαίνεται, στην περίπτωση της Τουρκίας. Ούτε αναγνώριζε γενικότερα την εύλογη αξίωση του τουρκικού εθνικισμού να απαλλαγεί από πληθυσμούς και θεσμούς που όχι μόνο δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν αλλά και είχαν πρόσφατα αποδειχθεί μη νομιμόφρονες, ακολουθώντας τις επιταγές αντίπαλων εθνικισμών. Έτσι, Βενιζέλος και Kurzon έδωσαν μάχη για την παραμονή των Ελλήνων και του Οικουμ. Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που ταίριαζαν περισσότερο στο Οθωμανικό παρελθόν σαν να μην είχε ξεπεραστεί οριστικά από ένα νέο, ριζικά διαφορετικό εθνικό κράτος, που ήταν επιπλέον και κοσμικό. Τους τύφλωνε ίσως το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ακόμη υπό συμμαχική κατοχή και δεν είχε περάσει στον έλεγχο του νέου αυτού εθνικού κράτους. Αυτό επρόκειτο να συμβεί μόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Η επιμονή τόσο του Βενιζέλου όσο και του Curzon για την παραμονή των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη βρίσκεται, βέβαια, σε οξεία αντίφαση με την ευκολία με την οποία οι ίδιοι αποδέχθηκαν ως αναπόφευκτο τον ξεριζωμό υπερδεκαπλάσιου αριθμού με την υποχρεωτική ανταλλαγή. Ωστόσο, αυτή την ανάγκη ή πάντως την επιδίωξη εθνικής ομοιογένειας δεν την αναγνώριζε, όπως φαίνεται, στην περίπτωση της Τουρκίας. Ούτε αναγνώριζε γενικότερα την εύλογη αξίωση του τουρκικού εθνικισμού να απαλλαγεί από πληθυσμούς και θεσμούς που όχι μόνο δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν αλλά και είχαν πρόσφατα αποδειχθεί μη νομιμόφρονες, ακολουθώντας τις επιταγές αντίπαλων εθνικισμών. Στην πρώτη σχετική συζήτηση (την 1η Δεκεμβρίου 1922), ο Βενιζέλος επικαλέστηκε την απόλυτη αδυναμία της Ελλάδας να δεχθεί τους Έλληνες της Πόλης επιπλέον του ενός εκατομμυρίου προσφύγων από την υπόλοιπη Τουρκία. Ο Curzon, όμως, επικαλέστηκε το μέλλον της Πόλης, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Η παρουσία των Ελλήνων «ήταν ζωτική για την ύπαρξη της Κωνσταντινούπολης ως μεγάλης πόλης εμπορίου και βιομηχανίας». Χωρίς τους Έλληνες θα κινδύνευε να χάσει το κύρος, τον πλούτο και το εμπόριό της. Ο İnönü ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο μόνο για μικρέμπορους και μπακάληδες που θα ήταν εύκολο να αντικατασταθούν, αλλά τελικά υποχώρησε για λόγους ανθρωπιστικούς, όπως είπε στις 13 Δεκεμβρίου 1922, και με πνεύμα συμφιλίωσης, όπως πρόσθεσε στις 10 Ιανουαρίου 1923. Εξασφάλισε έτσι, σε αντιστάθμισμα, την εξαίρεση από την υποχρεωτική ανταλλαγή και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, όπως επιδίωκε εξαρχής η Τουρκία. Η τουρκική πλευρά παρουσιάστηκε αποφασισμένη να εκδιώξει οπωσδήποτε το Πατριαρχείο. Είχε μάλιστα και μια εύλογη πρόταση: τη μετεγκατάστασή του στο Άγιο Όρος. Την αποχώρηση του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη έθεσε τελικά ο İnönü ως όρο για να αποδεχθεί την παραμονή του ελληνικού της πληθυσμού. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να πει (10 Ιανουαρίου 1923) ότι ο Πατριάρχης ήταν ανέκαθεν ένας αξιωματούχος της τουρκικής κυβέρνησης, από την οποία και διορίζεται. Παρόμοια μίλησε και ο Βενιζέλος. Χαρακτήρισε το Πατριαρχείο τουρκικό και όχι ελληνικό θεσμό, συμπεραίνοντας ότι η Ελλάδα δεν δικαιούται να αποφασίσει το μέλλον του.
Είναι ολοφάνερος ο αναχρονιστικός και αντιφατικός χαρακτήρας αυτής της επιχειρηματολογίας. Εάν εξακολουθούσε το 1923 να αποτελεί το Πατριαρχείο τουρκικό θεσμό με επικεφαλής αξιωματούχο της τουρκικής κυβέρνησης, όπως στο Οθωμανικό σύστημα, τότε, το μέλλον του θα έπρεπε λογικά να αποφασιστεί από μόνη την Τουρκία. Στην ουσία, οι Curzon και Βενιζέλος έμεναν προσκολλημένοι στο Οθωμανικό παρελθόν, παραγνωρίζοντας το ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα της κεμαλικής Τουρκίας. Μπροστά στον κίνδυνο να διαλυθεί άπρακτη η Συνδιάσκεψη ειρήνης, την τελευταία στιγμή ο İnönü υποχώρησε και στο ζήτημα του Πατριαρχείου, ως υπέρτατη απόδειξη των συμφιλιωτικών διαθέσεων της Τουρκίας.
Οι δύο πληθυσμοί που εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή, δηλ. οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, θεωρήθηκαν το 1923 ισοδύναμοι. Με αυτές τις δύο συμμετρικές εξαιρέσεις, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν στην ουσία να ανταλλάξουν όχι πληθυσμούς, αλλά οιονεί ομήρους. Εφεξής, η μεταχείριση της μειονότητας στη μία χώρα θα αποτελούσε εγγύηση για τη μεταχείριση της αντίστοιχης μειονότητας στην άλλη χώρα. Το καθεστώς της αμοιβαίας ομηρίας αποτυπώθηκε ολοκάθαρα στα σχετικά άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης που υπογράφηκε τελικά στις 24 Ιουλίου 1923. Τα άρθρα 37-44 απαριθμούν και εγγυώνται τα δικαιώματα των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Το άρθρο 45 απλώς ορίζει ότι τα ίδια ακριβώς δικαιώματα αναγνωρίζει η Ελλάδα στη δική της μουσουλμανική μειονότητα. Η συμμετρία που εμφανίζεται απόλυτη μεταξύ των δύο μειονοτήτων ήταν εξαρχής και επιφανειακή και επισφαλής. Επιφανειακή επειδή οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ήσαν αποκλειστικά αστικός πληθυσμός επιχειρηματιών, υπαλλήλων και ελευθέρων επαγγελματιών, ενώ οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήσαν κυρίως αγροτικός πληθυσμός. Οι πρώτοι ήταν πολύ πιο ευάλωτοι σε κρατικές πιέσεις από τους δεύτερους. Ειδικότερα, ήσαν ευάλωτοι σε διοικητικά και φορολογικά μέτρα που δεν είχαν καν εφαρμογή στους δεύτερους.
Επισφαλής, επειδή προϋπέθετε παρόμοιες συνθήκες στις δύο χώρες, τόσο εξωτερικές όσο και εσωτερικές. Όταν η Ελλάδα δέχθηκε επίθεση από τις δυνάμεις του Άξονα, ενώ η Τουρκία επέλεξε την ουδετερότητα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμμετρία που προβλεπόταν το 1923 ξαφνικά ανατράπηκε ανεπανόρθωτα. Το ελληνικό κράτος βρέθηκε σε απόλυτη αδυναμία εξαιτίας της στρατιωτικής ήττας, της εχθρικής κατοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων. Επιπλέον, το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να προβεί σε αντίποινα για τουρκικά μέτρα όπως ο δημευτικός φόρος περιουσίας που εξουθένωσε την ελληνική μειονότητα της Πόλης το 1942.
Με άλλα λόγια, ο πόλεμος και η δική της ουδετερότητα πρόσφεραν στην Τουρκία τη χρυσή ευκαιρία να ανατρέψει μονομερώς την προϋπάρχουσα ισορροπία, δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα τόσο στη Δυτική Θράκη όσο και στην Πόλη. Ακολούθησαν τα γεγονότα του 1955 και του 1964 που εξαφάνισαν σχεδόν την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης.
Αντίθετα, όσα μέτρα έλαβε το ελληνικό κράτος σε βάρος της δικής του μειονότητας δεν έφεραν παρόμοια αποτέλεσμα. Ανεξάρτητα από προθέσεις, στον τομέα αυτό το ελληνικό κράτος είχε ν’ αντιμετωπίσει πολύ περισσότερους συνταγματικούς και διεθνείς περιορισμούς από όσους το τουρκικό. Γι’ αυτό, ούτε οι εσωτερικές συνθήκες στις δύο χώρες παρέμειναν παρόμοιες, όπως απαιτούσε η διατήρηση της αρχικής συμμετρίας.
Αποκορύφωμα της έλλειψης ρεαλισμού και διορατικότητας εκ μέρους του Βενιζέλου παραμένει το ζήτημα του Πατριαρχείου. Όπως σημειώθηκε ήδη, από όλα τα ζητήματα της υποχρεωτικής ανταλλαγής ήταν εκείνο για το οποίο δόθηκε η μεγαλύτερη μάχη. Ήταν επιπλέον εκείνο για το οποίο η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη υποστήριξη από όλες σχεδόν τις χριστιανικές χώρες και εκκλησίες. Ο Βενιζέλος, όμως δεν αξιοποίησε την υποστήριξη αυτή για να δρομολογήσει τη μετεξέλιξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε κατεύθυνση ανάλογη με εκείνη του Βατικανού. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για το οποίο δόθηκε τέτοια μάχη στη Λοζάνη, ούτε καν αναφέρεται στα τελικά κείμενα. Δεν αναφέρεται ούτε στη Σύμβαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής ούτε στη Συνθήκη Ειρήνης, μολονότι η σχετική συζήτηση ασφαλώς δικαιολογούσε ειδική πρόβλεψη. Αυτή η ακατανόητη παράλειψη εκ μέρους του Βενιζέλου και των συμμάχων του επρόκειτο να έχει δυσμενέστατες συνέπειες για την επιβίωση του θεσμού. Το Πατριαρχείο θεωρήθηκε εφεξής εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας, υπαγόμενη στις γενικές διατάξεις της Σύμβασης Ανταλλαγής και της Συνθήκης Ειρήνης. Έτσι π.χ. η Τουρκία αμέσως άρχισε να απελαύνει μητροπολίτες ή ακόμη και πατριάρχη και αρνήθηκε τον διεθνή του χαρακτήρα και το αντιμετώπισε απλώς ως θρησκευτική ηγεσία δικής της τοπικής μειονότητας. Σαν να μην έφτανε αυτό, συνέχισε να υπαγορεύει τις δικές της επιλογές πατριάρχη, όπως έκανε παλιά η Υψηλή Πύλη με αρχική εξαίρεση τους Πατριάρχες Αθηναγόρα, Δημήτριο και Βαρθολομαίο.
Η αναγκαστική μετακίνηση του Ελληνικού πληθυσμού στον κυρίως ελλαδικό χώρο εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα συστηματικών και καλά οργανωμένων διωγμών από τις τουρκικές κυβερνήσεις, με βάση τα παλιά Γερμανικά σχέδια που είχαν απόλυτα υιοθετηθεί τόσο από τον Σουλτάνο όσο και από τους Νεότουρκους. Οι Μικρασιάτες εκδιώχθηκαν εξαιτίας της εθνικής τους ταυτότητας. Οι διωγμοί πήραν επίσημη μορφή από το 1908 και εντάθηκαν την περίοδο 1919-1922 με τα γνωστά αποτελέσματα της υποχρεωτικής ανταλλαγής με βάση το θρήσκευμα, όπως προείπαμε, και όχι την καταγωγή των ανταλλασσόμενων.
Βασική επιδίωξη της τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας ήταν η εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου από τη Μικράς Ασία ώστε να μπορέσει μετά να διεκδικήσει αυτά τα εδάφη, επικαλούμενη εθνική ομοιογένεια του πληθυσμού και παράλληλα να αποδυναμωθεί το ελληνικό κράτος εξαιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης που προκλήθηκε.
Συνολικά, μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία προς την Ελλάδα 1.280.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα προς την Τουρκία 370.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Στο συνολικό αριθμό των ανταλλάξιμων που αναφέρθηκε περιλαμβάνονται επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες. Μαζί µε τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και ικανός αριθμός χριστιανών Αρμενίων, Σελτζούκων (οπαδών του παπά Εφτίμ Καραχισαρίδη) και Συροχαλδαίων… Απ’ αυτούς 693.000 ήταν αστικής προέλευσης και κατευθύνθηκαν στις πόλεις, ενώ 587.000 ήταν αγρότες.