Γράφει ο Ευθύμης Γ. Λεκάκης
Νομικός – Οικονομολόγος – Ιστορικός ερευνητής
Στις 16 Μαρτίου 1964 η Άγκυρα ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930 περί εμπορίου και εγκατάστασης και ανακοίνωσε τις πρώτες λίστες απελάσεων. Ωστόσο οι Έλληνες établis δεν υπάγονταν στη συμφωνία του 1930 αλλά στην προγενέστερη και προφανώς ισχυρότερη από μία διμερή σύμβαση Συνθήκη της Λωζάνης.
Δεχόσουν το βράδυ μία επίσκεψη από αστυνομικούς με πολιτικά. Σε καλούσαν την επομένη στο τμήμα και σε έβαζαν να υπογράψεις ένα έγγραφο που δεν σε άφηναν καν να το διαβάσεις και αποτελούσε, φαίνεται, ομολογία κατασκοπείας και οικειοθελούς αποχώρησης. Υποχρεωνόσουν δε να ειδοποιήσεις από ποια μεθοριακή δίοδο θα φύγεις, ώστε να ελεγχθείς. Η διαδικασία ελέγχου στο τελωνείο ήταν εξευτελιστική. Το μόνο δικαίωμα των απευλαυνόμενων ήταν να φέρουν μία αποσκευή των 20 κιλών και 20 δολάρια. Δεν ανανεώνονταν πια οι άδειες παραμονής.
Παράλληλα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων υπηκόων δεσμεύονταν. Για να επισημοποιηθεί αυτό και να μπορούν τα δικαστήρια να χειρίζονται το θέμα, εκδόθηκε το μυστικό διάταγμα 6/3801 του Νοεμβρίου 1964 (κυκλοφορούσε εντός των κρατικών υπηρεσιών ως απόρρητο έγγραφο χωρίς ποτέ να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης) που αναφέρει ότι τα περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται σε αντίποινα για τη βάναυση μεταχείριση από την Ελλάδα των Τούρκων πολιτών(;). Από τους τραπεζικούς λογαριασμούς επιτρεπόταν η ανάληψη μόνο 1500 λιρών το μήνα για όσους δεν είχαν εισόδημα από εργασία. Οι Έλληνες υπήκοοι δεν είχαν ούτε κληρονομικά δικαιώματα πια. Μερικοί πρόλαβαν να βγάλουν στα γρήγορα διαζύγιο, ώστε να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στις συζύγους. Σε πολλές περιπτώσεις εργοστάσια και μαγαζιά που τέθηκαν σε καθεστώς «δέσμευσης», καταλήφθηκαν από τοπικούς παράγοντες του Λαϊκού κόμματος. Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1987, οπότε διέρρευσε το διάταγμα και ο Θ. Πάγκαλος το παρουσίασε στην Κομισιόν, ενώ την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση του Τουργκούτ Οζάλ, διαπραγματευόταν με την Ε.Ε. και έτσι αναγκάσθηκε, η Τουρκία, να το ανακαλέσει. Αρκετοί κατάφεραν τότε και πούλησαν τις περιουσίες τους, παραμελημένες επί 25 χρόνια. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί, όμως, είχαν εξανεμισθεί από τον πληθωρισμό.
Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Έλληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη υπάγονταν στη Συμφωνία της Άγκυρας της 30ής Οκτωβρίου 1930 και ότι η τουρκική κυβέρνηση καταγγέλλοντας μονομερώς τη Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. H Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών», που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάνης, στο Άρθρο 2 όριζε τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής:
«Θέλουσι θεωρηθή ως Ελληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Ελληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912».
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Ελληνες υπήκοοι που υπάγονταν στο καθεστώς «Εταμπλί». Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες αυτές οι ενέργειες ενορχηστρώνονταν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων (Azınlıklar Tali Komisyonu) που είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1962 και λειτουργούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο και της οποίας ο ρόλος αποκαλύφθηκε το 2004 όταν καταργήθηκε. Πρόκειται για νομική εκτροπή που καταργήθηκε με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τα τελευταία 10 χρόνια. Παρά το ότι έχουν επιστραφεί αρκετές περιουσίες δεν έχουν αρθεί πολλές αδικίες κατά των μειονοτικών ευαγών ιδρυμάτων. Για πολλά χρόνια, στέλεχος της Επιτροπής αυτής ήταν ο Οκτάι Ενγκίν, ο προβοκάτορας που είχε τοποθετήσει τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955 στο προξενείο της Τουρκίας την εκρηκτική ύλη που είχε αποτελέσει το σύνθημα για την έναρξη των επιθέσεων κατά του ελληνισμού της Πόλης.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1964-74 υπήρξε από αδιάφορη μέχρι απολύτως ερασιτεχνική.